- αλαφροποινίτης
- ο , αλαφροποινίτισσα η тот, кто понёс лёгкое наказание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαφροποινίτης — ίτισσα, ίτικο ο ελαφροποινίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ποινή + παραγ. κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
ελαφροποινίτης — και αλαφροποινίτης, ο (θηλ. αλαφροποινίτισσα) κατάδικος που εκτίει μικρή ποινή … Dictionary of Greek